- παράβλημα
- Εξάρτημα που χρησιμοποιείται για τη μείωση της έντασης των χτυπημάτων ενός πλοίου πάνω στην προβλήτα ή στα πλευρά άλλου πλοίου. Λέγεται και στρωμάτσο. Τα π. κρεμιούνται πριν από το άραγμα ή στερεώνονται στα σημεία εκείνα που δέχονται τα χτυπήματα. Συνήθως οι προβλήτες διαθέτουν μόνιμα π. Τα π. είτε κατασκευάζονται από ξύλο, από ελαστικό κι από πλεγμένο φυσικό σκοινί είτε είναι φουσκωμένα ελαστικά αντικείμενα.
* * *το [παραβάλλω]νεοελλ.ναυτ. κατασκεύασμα από πλέγμα σχοινιών, δέρμα, πλαστικό ή άλλο υλικό, που κρέμεται από τα πλευρά πλοίου και τό προστατεύει από την κρούση ή την τριβή με την προβλήτα ή με άλλα πλοία κατά την παραβολή του, κατά το πλεύρισμά τουμσν.-αρχ.καθετί που ρίχνεται μπροστά ή κοντά σε κάποιον, όπως είναι λ.χ. η τροφή τών ζώωναρχ.1. καθετί που τό τοποθετούσαν μπροστά από κάτι προκειμένου να τό καλύψει ή να τό προφυλάξει, κυρίως είδος σκεπάσματος που έμοιαζε με θώρακα και με το οποίο κάλυπταν τις πλευρές τών πλοίων2. (γεωμ.) ορθογώνιο εφαρμοσμένο σε ευθεία γραμμή.
Dictionary of Greek. 2013.