παράβλημα

παράβλημα
Εξάρτημα που χρησιμοποιείται για τη μείωση της έντασης των χτυπημάτων ενός πλοίου πάνω στην προβλήτα ή στα πλευρά άλλου πλοίου. Λέγεται και στρωμάτσο. Τα π. κρεμιούνται πριν από το άραγμα ή στερεώνονται στα σημεία εκείνα που δέχονται τα χτυπήματα. Συνήθως οι προβλήτες διαθέτουν μόνιμα π. Τα π. είτε κατασκευάζονται από ξύλο, από ελαστικό κι από πλεγμένο φυσικό σκοινί είτε είναι φουσκωμένα ελαστικά αντικείμενα.
* * *
το [παραβάλλω]
νεοελλ.
ναυτ. κατασκεύασμα από πλέγμα σχοινιών, δέρμα, πλαστικό ή άλλο υλικό, που κρέμεται από τα πλευρά πλοίου και τό προστατεύει από την κρούση ή την τριβή με την προβλήτα ή με άλλα πλοία κατά την παραβολή του, κατά το πλεύρισμά του
μσν.-αρχ.
καθετί που ρίχνεται μπροστά ή κοντά σε κάποιον, όπως είναι λ.χ. η τροφή τών ζώων
αρχ.
1. καθετί που τό τοποθετούσαν μπροστά από κάτι προκειμένου να τό καλύψει ή να τό προφυλάξει, κυρίως είδος σκεπάσματος που έμοιαζε με θώρακα και με το οποίο κάλυπταν τις πλευρές τών πλοίων
2. (γεωμ.) ορθογώνιο εφαρμοσμένο σε ευθεία γραμμή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παράβλημα — that which is thrown beside neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραβλημάτων — παράβλημα that which is thrown beside neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραβλήματα — παράβλημα that which is thrown beside neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραβλήματι — παράβλημα that which is thrown beside neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραβλήματος — παράβλημα that which is thrown beside neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CAPITUM Animalis — quod vendere militem vetat Aurelianus Imperator apud Vopiscum, c. 7. pabulum iumentorum est, ut Ammian. interpretatur, l. 22. quomodo vox accipitur in l. 7. 13. 17. Cod. Theodos. de Erogat. milit. ann. et alibi, et palea vettitur, l. 9. Capitatio …   Hofmann J. Lexicon universale

  • βλήμα — Κάθε αντικείμενο, το οποίο εκσφενδονίζεται με τη βοήθεια εξωτερικής δύναμης και το οποίο συνεχίζει την κίνησή του λόγω της αδράνειάς του ως σφαίρα, βόμβα, οβίδα ή βομβίδα. Ο όρος επεκτείνεται σήμερα και εφαρμόζεται στους πυραύλους και στα… …   Dictionary of Greek

  • ρίπος — ο / ῥῑπος, ΝΑ, και ῥῑπος, τὸ, Α νεοελλ. ναυτ. 1. πλέγμα υφαντό ή χειρόπλεχτο από φθαρμένα σχοινιά, που χρησιμεύει για να τυλίγουν τα χοντρά σχοινιά και να τά προστατεύει από την τριβή 2. φρ. «ρίπος σύγκρουσης» ή «ρίπος Μακάροφ» ορθογώνιο… …   Dictionary of Greek

  • στρωμάτσα — η, Ν ναυτ. παράβλημα σχηματιζόμενο από παλαιά σχοινιά ή πανιά που κρέμεται στα πλευρά τού πλοίου για να τό προφυλάσσει από τις κρούσεις και την τριβή με την προβλήτα ή άλλα αγκυροβολημένα πλοία, αλλ. μάλαγμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”